- σουρωτός
- -ή, -ό, Ν [σουρώνω]στραγγιστός, στραγγισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σουρωτός — ή, ό διυλισμένος, σουρωμένος, στραγγισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γριλιαστός — (I) ή, ό [γρίλα] πτυχωτός, σουρωτός. (II) ή, ό [γρίλια] αυτός που έχει γρίλιες … Dictionary of Greek